φιλόγαιος

φιλόγαιος
-ον, Α
αυτός που αγαπά τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -γαιος (για τη μορφή τού β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ-γαιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλογάϊος — ὁ, Α ο φίλος τού Γαΐου, τού Καλιγούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Γάϊος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόγαιον — φιλόγαιος loving the earth masc/fem acc sg φιλόγαιος loving the earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”